διαρρηκτικός

διαρρηκτικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη διάρρηξη: Η δυναμίτιδα είναι διαρρηκτικό υλικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαρρηκτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάρρηξη («διαρρηκτικά σύνεργα») 2. ικανός να διαρραγεί («διαρρηκτικό βλήμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”